Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Σου ξεκινάει και λειτουργείς τα δυο σου κάτοπτρα, μπερεκέτι-ειδική κατασκευή, καστανά μ' ευρεσιτεχνία - έξω ο κόσμος ήδη τρέχει κι ο δικός σου ετοιμάστηκε. Λίγος αέρας εδώ κι εκεί, ο ελαφρά αρωματικός, ο κατάλληλος για το δικό σου δέρμα-στο δέρμα. Χιλιάδες φρέσκοι πόροι, όλοι δικοί σου, σου ξετρυπώνουν και φουσκώνουν για να τους δουλέψεις. Σπέσιαλ για την πάρτι σου ακτίνες, περνούν -παραγγελιά, οι εκλεκτές, οι σαν και σένα ποιητικές, οι όσες σου αξίζουν.

Ανασηκώνεσαι με μια γη και ξαμολάς τα περιττά, τα αποσταγμένα κιτρινωπά, με το κεφάλι ψηλά. Τ' αποχαιρετάς κι ορμάς για καινούρια καφετιά, ίσως ζαχαρένια και γαλακτερά, γιατί έτσι τα θελα κι εγώ-αλλά προφανώς όχι. Απ' τα βουνά σου κατεβάζουν νερό για ένα δεύτερο ποτήρι κι εσένα απλά σου πρέπει και το πίνεις

Σου φοράς μισή περούκα νταντα'ι'στική, κατάκτηση ανέραστης στιγμής, ελαφρά βασανιστικής εκ των υστέρων. Σου βγάζεις δόντια και τσαμπουνάς τα μπλε στις γλώσσες. Πεζοδρομείς και συνταγολογείς ζωή με όσους, μα κάτι γίνεται - ποιος επιτρέπει να σαι ο πιο αγαπητός κι ο πιο μονάχος; -Αλήθεια, είσαι;- Σου μουντζουρώνεις "Υπερήφανος" σε δρόμους που λίγο ξέρεις και σίγουρα δε σε ξέρουν –ίσως του χρόνου δε τους ξαναδείς- με έναν καλοκαιρινό επαναλαμβανόμενο μαλάκα για αποσκευή που δε λες να προδώσεις.

Και στην τελειώνεις κι αυτή τη μέρα, με τραπεζάτο απολογισμό, μια κονκάρδα-καπάκι και δυο εξωτικά άλιεν αφροδίσια από κείνη την παρτούζα ελευθεριότητας που σου χάρισες για να επιβραβεύσεις το κατιτίς σου. Οριζοντιώνεσαι και μας δείχνεις στο ταβάνι φτύνοντας γιατί δεν είχαμε ταλέντο ξενοδόχου και ντίτζιταλ καρδιές κι αγκαλιάζεις τα κουτιά σου κι ένα σύστημα που δουλεύει για σένα γιατί τα βρήκατε στην πονηριά.Εμείς, ωσάν αγέλη θάντερκατς, βλέπουμε αυτό το μεσαίο δάχτυλο να ορθώνεται στον ουρανό και ανασκουμπονώμαστε μέχρι να στην τελιώσεις και πάλι, για να ‘ρθούμε να σου τρομπάρουμε τους πόρους .