Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Προφανώς κάτι πρέπει να συμβεί
Υιοθετώντας ανθρώπους ή σκοτώνοντας μερικούς

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Θα πρέπει να με πνίγει η πρωινή αρρωστήλα μιας κακής αλκοολιασμένης υπερβολής.Να αναθεματίζω για τα ξεχασμένα τασάκια και τα καμμένα πνευμόνια μου.Να γέρνει το κεφάλι μου απ'τα άλατα και τα φουσκωμένα μαξιλάρια.Να με πυροβολήσω με δέκα τηλεκοντρόλ κι εσύ να μη σηκώνεις τα τηλέφωνα -για να μας κλατάρουν τα δαιμόνια μου -για ένα γαμημένο καλημέρα.Να πάρω τους δρόμους με δέκα πονοκεφάλους και αστικά να ξεφυσάνε και να μεταγγίσω κι εγώ -ρουτίνα- λίγη ζωή για επιβίωση - για να σου πάρω δώρο.Να μου ριμάξω τα στομάχια με ζυμάρια κι αποτυχημένους καφέδες και να σπρωχτώ στα πλήθη και στις διαβάσεις με ιδρώτες και λίπη στα μούτρα μου.Να προλάβω να χωθώ στα πρακτορεία για την ώρα του μαλάκα -για να σου πάρω το κάτι καλύτερο- θα σ'αγαπώ κι άμα κερδίσω.Να πάει τρεις να στριμωχτώ στα σκόντα οκτάβια- με έναν ή τρεις είναι καλύτερα- καλύτερα φυλακή παρά κατασκήνωση.Να φτάσω στα μαλόξ τα παναντόλ και τα κομπιούτερ μου, να ηρεμίσουν τα μυαλά μου -στους πορτοκαλί μου τοίχους.Να βγάλω αυτά τα παππούτσια και να μιξαριστούν τα οικεία μου με καθυσηχαστική βρωμασιά.Να ισιώσω στο κρεβάτι νιρβανιασμένος μέχρι να νυχτώσει και να ξυπνήσω με καύλες -το νεύμα της ιστορίας- για να σε ψάξω και να με βρίσεις γιατί δεν θυμώμουν πως με πήρες τηλέφωνο.Και τι μου έλεγες.Να συμβιβαστώ με τα μούτρα σου και την τραγική ομορφιά σου και να ξαναστραβωθώ στον καναπέ με τις λάμπες μου και τα ματσούκια μου στο χέρι. - Απ'το μπαλκόνι μου μπορώ να δω εκείνο το στενάκι της Κυπαρρισίας -κι εμένα να περπατώ νιώθοντας πως κάθε μου βήμα έχει σημασία.