Εκείνη την ημέρα που τ' άνοιξες για να μας δεις, σου ήταν
πιστευτό το «όλα θα πάνε καλά»;
Κι εγώ; Ήμουνα καλός θεατρίνος;
Ή το γνώριζες; Κι αν το γνώριζες, φοβόσουν;
Κι όταν σταμάτησε να χτυπά, ήταν οδυνηρό; Μήπως ήταν όμορφο;
Ήμουνα κάπου εκεί;
Γιατί δεν ήμουνα.
Tο
φιλί μου στο παγωμένο σου μέτωπο; Το ένιωσες; To είδες κάπως;
Σου υπήρξε;
Ήταν καλό αντίο;
Και το μάτι που σου έκλεισα; Κοιτούσε λίγο;
Η ζωή εδώ κυλά ανάπηρα, δεν έχει κάτι να ζηλέψεις. Το σπίτι
άρχισε να μη σε μυρίζει κι η μικρή πήρε το όνομά σου αλλά δεν έχει το πρόσωπό
σου. Ο σκύλος σου τρώει σούπες με ρύζι και φασόλια κι η θέση στον καναπέ
εξακολουθεί να είναι δική σου. Ο φούρνος πέθανε και συχνά μου φαίνεται πως κυκλοφορείς
με σακούλες στη Δανιόλου.
Βρήκα σε όλα τα συρτάρια και τις τσάντες σου εικόνες αγίων,
φαντάζομαι θα ξέρεις τώρα αν έκανες καλά.
Ο μπαμπάς σου γράφει, δε χρειάζεται να στα πω εγώ.
Η νυχτικιά σου, για κάποιο λόγο, είναι στο πιο κάτω συρτάρι της
γης.
Και η δική μου ζωή δεν είχε θαύμα τελικά, μόνο εσύ ξέρεις αν
θα σε ξαναδώ ποτέ.